αμνηστεύσιμος

αμνηστεύσιμος
-η, -ο
αυτός που μπορεί να αμνηστευθεί: Νομίζω πως και η πράξη σου αυτή είναι αμνηστεύσιμη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμνηστεύσιμος — η, ο [αμνηστεύω] 1. ο άξιος να αμνηστευθεί, να τύχει αμνηστίας 2. αυτός που βάσει ειδικού νόμου είναι δυνατό να αμνηστευθεί …   Dictionary of Greek

  • άμνηστος — ἄμνηστος, ον (Α) αυτός που ξεχάστηκε, ο λησμονημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνηστὸς < μιμνήσκω. ΠΑΡ. αμνηστία, αμνήστευτος, αμνηστικός, αρχ. ἀμνηστεύω, νεοελλ. αμνήστευση, αμνηστεύσιμος, αμνηστευτικός, αμνηστεύω, αμνηστώ] …   Dictionary of Greek

  • αμνηστεύω — 1. ενεργ. δίνω αμνηστία, συγχωρώ για το αδίκημα που διαπράχθηκε 2. παθ. μού δίνεται αμνηστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμνηστος. ΠΑΡ. αμνήστευτος νεοελλ. αμνήστευση, αμνηστεύσιμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”